πνευματογραφία

πνευματογραφία
η, Ν
κατά την πίστη τών πνευματιστών, η γραφή κειμένου από πνεύματα κατά τις πνευματιστικές συγκεντρώσεις χωρίς την μεσολάβηση τών ενδιαμέσων, τών μέντιουμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatography (< πνεύμα, -ατος + -γραφία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”